Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα προφυλακτικά μέτρα

  • 1 мера

    мера ж 1) το μέτρο, η μονάδα· \мераа длины το μέτρο (или η μονάδα) μήκους· \мераы веса μέτρα και σταθμά 2) (средство) τα μέτρα* \мераы предосторожности τα προφυλακτικά μέτρα" принять \мераы παίρνω μέτρα 3) (степень) о βαθμός' в известной \мерае σε ορισμένο βαθμό ◇ по крайней \мерае τουλάχιστο· в \мерау με μέτρο* по \мерае того как... καθώς...· по \мерае... ανάλογα με...
    * * *
    ж
    1) το μέτρο, η μονάδα

    ме́ра длины́ — το μέτρο ( или η μονάδα) μήκους

    ме́ры ве́са — μέτρα και σταθμά

    2) ( средство) τα μέτρα

    ме́ры предосторо́жности — τα προφυλακτικά μέτρα

    приня́ть ме́ры — παίρνω μέτρα

    3) ( степень) ο βαθμός

    в изве́стной ме́ре — σε ορισμένο βαθμό

    ••

    по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο

    в ме́ру — με μέτρο

    по ме́ре того́ как… — καθώς…

    по ме́ре… — ανάλογα με…

    Русско-греческий словарь > мера

  • 2 мера

    θ.
    1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•

    -ы длины μέτρα μήκους•

    -ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•

    -ы объёма μέτρα όγκου•

    -ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•

    кубическая мера κυβικό μέτρο.

    || η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.
    2. μτφ. όριο•

    следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•

    всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•

    знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.

    || (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•

    -ы наказания μέσα τιμωρίας•

    принимать -ы παίρνω τα μέτρα•

    -ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•

    -ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•

    решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•

    высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.

    εκφρ.
    без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•
    в -у – στο μέτρο (μέτρια)•
    ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•
    по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•
    по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•
    чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου.

    Большой русско-греческий словарь > мера

  • 3 предосторожность

    предосторожность
    ж ἡ προφύλαξη, ἡ προσοχή:
    меры \предосторожностьи τά προφυλακτικά μέτρα· принять меры \предосторожностьн παίρνω προφυλακτικά μέτρα

    Русско-новогреческий словарь > предосторожность

  • 4 страхованиеться

    страхование||ться
    ἀσφαλίζομαι/ черен. παίρνω προφυλακτικά μέτρα.

    Русско-новогреческий словарь > страхованиеться

  • 5 предосторожность

    θ.
    προφύλαξη•

    принять меры -и παίρνω προφυλακτικά μέτρα.

    || μέτρο προφυλακτικό.

    Большой русско-греческий словарь > предосторожность

  • 6 предохранительный

    επ.
    ασφαλιστικός προφυλακτικός• προστατευτικός•

    предохранительный клапан ασφαλιστική δικλίδα•

    -ые прививки προληπτικός εμβολιασμός•

    -ые меры προφυλακτικά μέτρα.

    Большой русско-греческий словарь > предохранительный

См. также в других словарях:

  • προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ευγονική — Κλάδος της βιολογίας, ο οποίος μελετά την κληρονομικότητα, τις μεθόδους βελτίωσης των γενετικών χαρακτηριστικών, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρεμποδιστεί η μετάδοση κληρονομικών νόσων στις μελλοντικές γενεές. Σκοπός της… …   Dictionary of Greek

  • προφυλάσσω — ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α 1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώ («προφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.) 2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β.… …   Dictionary of Greek

  • συντηρητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. κατάλληλος για συντήρηση, διαφύλαξη κάποιου πράγματος: Έριξαν μέσα στο κρασί συντηρητικές ουσίες. «Συντηρητικά μέτρα», προφυλακτικά μέτρα. 2. οπαδός του συντηρητισμού: Οισυντηρητικοί έχασαν τις εκλογές. – Το κόμμα αυτό είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφύλαχτος — η, ο (AM ἀφύλακτος, ον) [φυλάσσω] αυτός που δεν φυλάγεται ή δεν φρουρείται, απροφύλαχτος αρχ. 1. (για φρουρούς) αυτός που είναι εκτός φρουράς 2. το ουδ. ως ουσ. έλλειψη προφύλαξης 3. (για πράγματα) αυτό εναντίον του οποίου δεν λαμβάνονται ή δεν… …   Dictionary of Greek

  • βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… …   Dictionary of Greek

  • ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …   Dictionary of Greek

  • εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… …   Dictionary of Greek

  • μονομαχία — Αγώνας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, σύμφωνα με ορισμένους συμφωνημένους κανόνες, και με ισοδύναμα όπλα, προς επανόρθωση προσβολής ή προς επίλυση διαφοράς. Κατά τον Μεσαίωνα, τη μ. μπορούσε να την επιβάλει ο δικαστής ως μέσο απόδειξης. Απαγορεύτηκε από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»